- πολυζώητος
- -η, -ο / πολυζώητος, -ον, ΝΜ1. μακρόβιος, πολύζωος2. πολύ ηλικιωμένος, πολυετής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ζῶ (πρβλ. κακο-ζώητος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυζώητος — η, ο αυτός που έζησε πολλά χρόνια, πολυετής, μακρόβιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύζωος — (I) ον, Α ο πολυζώητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζωος (< ζωή), πρβλ. δί ζωος, εύ ζωος]. (II) ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από πολλά ζώα («πολύζῳος ἀγέλα», Φίλ.) 2. (για τον ζωδιακό κύκλο) αυτός που έχει πάρει το όνομά του από πολλά ζώα 3. το… … Dictionary of Greek